καπύρ' — καπυρά , καπυρός dried by the air neut nom/voc/acc pl καπυρά̱ , καπυρός dried by the air fem nom/voc/acc dual καπυρά̱ , καπυρός dried by the air fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καπυρέ , καπυρός dried by the air masc voc sg καπυραί , καπυρός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπυράν — καπυρά̱ν , καπυρός dried by the air fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπυρός — καπυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος… … Dictionary of Greek
ԱՅՐԵՑԱԾ — (ի, իւ. կամ ոյ, ով.) NBH 1 0098 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c գ. Այրեցումն. այրումն. որպէս այրուք, մնացորդ իրին այրեցելոյ, եւ հետք այրման. սպի, խարան. խանձող. մոխիր, աճիւն. եւ այլն. էրուք. ... κατάκαυμα adustio *Եւ մարմնոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)